- αζευγάριαστος
- η , ο1) не имеющий пары; холостой; 2) непарный, разрозненный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αζευγάριαστος — η, ο [ζευγαριάζω] ο αζευγάρωτος … Dictionary of Greek
αζευγάρωτος — αζευγάρωτος, η, ο και αζευγάριαστος, η, ο αυτός που δε ζευγάρωσε, που δεν ήρθε σε γενετήσια επαφή με το άλλο φύλο: Στο χωριό αυτός μονάχα είχε μείνει αζευγάρωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)